λιθόλευστοι

λιθόλευστοι
λιθόλευστος
stoned
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιθόλευστος — λιθόλευστος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.) 2. ο άξιος λιθοβολισμού 3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ. θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”